- επιδρομέας
- ο (AM ἐπιδρομεύς)αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-εύς (< δρόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδρομέας — ο πληθ. είς, αυτός που κάνει επιδρομή (βλ. λ.), που εισβάλλει σε ξένη χώρα για κατάκτηση, διαρπαγή και λεηλασία, ο εισβολέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
επίμολος — ἐπίμολος, ὁ (Α) επιδρομέας («κάκ’ ἐκτρέποντες εἰς ἐπιμόλους», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μολος (< έ μολ ον, συμπληρωματικός αόρ. β’ τού βλώσκω «ἐρχομαι»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτό μολος)] … Dictionary of Greek
ηβός — ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, ή, όν (Α) νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα τό αφανίσει, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη] … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
αντίσταση — η 1. το να αντιστέκεται κανείς, εναντίωση στις θελήσεις άλλου: Ο επιδρομέας συναντούσε παντού σκληρή αντίσταση. 2. αντίδραση ενός σώματος στην ενέργεια άλλου σώματος: Η αντίσταση του αέρα μειώνει την ταχύτητα του αεροπλάνου. 3. (φυσ.), «ηλεκτρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισβολέας — ο ο επιδρομέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)